- ποτηριοκλέπτης
- ποτηριοκλέπτης, ου, ὁ,A cup-stealer, title of poem by Euphorio.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποτηριοκλέπτης — ὁ, Α 1. ο κλέφτης ποτηριών 2. ως κύριο όν. Ποτηριοκλέπτης τίτλος ποιήματος τού Ευφορίωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτήριον + κλέπτης] … Dictionary of Greek
κλέφτης — Κορυφή (1.846 μ.) του Σμόλικα, στο δυτικό άκρο του. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού Ιωαννίνων, ΒΑ της Κόνιτσας. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (1946 49), το ύψωμα έγινε θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων ανάμεσα στους Έλληνες. Το καλοκαίρι … Dictionary of Greek